κραδώ

κραδώ
(I)
κραδῶ, -άω (Α)
κραδαίνω («οξὺ δόρυ κραδάων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κράδη].
————————
(II)
κραδῶ, -άω (Α)
(για δένδρο) πάσχω από τη νόσο κράδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μετονοματικό παρ. τού κράδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κράδῳ — κράδος blight in fig trees masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… …   Dictionary of Greek

  • επικραδώ — ἐπικραδῶ, άω (Α) [κραδώ] σείω, κινώ …   Dictionary of Greek

  • κραδαίνω — (AM κραδαίνω) 1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ ἔγχος», Ευρ. β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.) 2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων Ἰνδοὺς ἐφόβησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”